σιταγωγός

σιταγωγός
-ό / σιταγωγός, -όν, ΝΜΑ
(για πλοίο) αυτός που μεταφέρει σιτάρι
αρχ.
αυτός που μεταφέρει τρόφιμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σῖτος + ἀγωγός (< ἄγω), πρβλ. λαφυρ-αγωγός].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • σιταγωγός — σῑταγωγός , σιταγωγός conveying corn masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σιταγωγόν — σῑταγωγόν , σιταγωγός conveying corn masc/fem acc sg σῑταγωγόν , σιταγωγός conveying corn neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σίτος — ο / σῑτος, ΝΜΑ, και ετερόκλ. τ. πληθ. τά σίτα, Α το σιτάρι νεοελλ. φρ. «συγκέντρωση σίτου» η από το κράτος αγορά τής ετήσιας εγχώριας σιτοπαραγωγής σε τιμές ανώτερες τών εισαγόμενων από το εξωτερικό σιτηρών με στόχο αφ ενός την προστασία τού… …   Dictionary of Greek

  • σιταγωγία — η, ΝΑ [σιταγωγός] μεταφορά σίτου …   Dictionary of Greek

  • σιταγωγώ — έω, ΜΑ [σιταγωγός] μεταφέρω σιτάρι …   Dictionary of Greek

  • σιτηγός — όν, Α (για πλοίο) σιταγωγός. [ΕΤΥΜΟΛ. < σῖτος + ηγός (< ἄγω), πρβλ. ὁδ ηγός. Το η τού τ. οφείλεται σε έκταση λόγω συνθέσεως] …   Dictionary of Greek

  • σιταγωγοῖς — σῑταγωγοῖς , σιταγωγέω convey corn pres opt act 2nd sg (attic epic doric) σῑταγωγοῖς , σιταγωγός conveying corn masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σιταγωγοῖσι — σῑταγωγοῖσι , σιταγωγέω convey corn pres part act masc/neut dat pl (doric) σῑταγωγοῖσι , σιταγωγός conveying corn masc/fem/neut dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σιταγωγοί — σῑταγωγοί , σιταγωγός conveying corn masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σιταγωγούς — σῑταγωγούς , σιταγωγός conveying corn masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”